- θεολογείο
- το (Α θεολογεῖον)ένα από τα σκηνικά μηχανήματα τού αρχαίου ελληνικού θεάτρου το οποίο ήταν μια ιδιαίτερη σκηνή ή ένα ιδιαίτερο λογείο για τους θεούς από το οποίο παρουσιαζόταν η ουράνια κατοικία τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-λογώ με τη σημασία «ανάγω κάτι στη θεία επιρροή»].
Dictionary of Greek. 2013.